Účast στα ελληνικά

Μετάφραση: účast, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιράζομαι, επιτόκιο, τόκος, ενδιαφέρον, παρουσία, συνέργεια, κλήρος, μοιράζω, συμμετοχή, συμμετοχής, τη συμμετοχή, η συμμετοχή, της συμμετοχής
Účast στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nactiutrhačný στα ελληνικά - δυσφημιστικός, συκοφαντικός, δυσφημιστικό, δυσφημιστική, δυσφημιστικές, δυσφημιστικού, συκοφαντικό
  • nemotorný στα ελληνικά - ατζαμής, άξεστος, αδαής, αδέξιος, άκομψος, αδέξια, άχαρο, ...
  • nultý στα ελληνικά - μηδέν, μηδενικό, μηδενική, μηδενικής, μηδενικού
  • organizovat στα ελληνικά - δελτίο, μορφή, οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν
Τυχαίες λέξεις
Účast στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιράζομαι, επιτόκιο, τόκος, ενδιαφέρον, παρουσία, συνέργεια, κλήρος, μοιράζω, συμμετοχή, συμμετοχής, τη συμμετοχή, η συμμετοχή, της συμμετοχής