Účinek στα ελληνικά
Μετάφραση: účinek, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρούση, επενεργώ, δουλεύω, σημασία, σύγκρουση, έκβαση, εντύπωση, επιρροή, επίδραση, εργάζομαι, επίπτωση, αποτέλεσμα, τεύχος, επενέργεια, δουλειά, κατάληξη, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hučet στα ελληνικά - γκρινιάζω, βρυχώμαι, βουίζω, βρυχηθμός, γουργουρίζω, κηφήνας, έξαρση, ...
- mrva στα ελληνικά - βόρβορος, βρομιά, κοπριά, μικρό μόριο, Mote
- necudnost στα ελληνικά - μουρνταριά, αισχρότητα, αισχρότης, βωμολοχία, αισχρολογία, αισχρολογίας
- opracování στα ελληνικά - μεταχείριση, θεραπεία, εργασίας, εργάσιμες, εργάζονται, που εργάζονται, εργάζεται
Τυχαίες λέξεις
Účinek στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρούση, επενεργώ, δουλεύω, σημασία, σύγκρουση, έκβαση, εντύπωση, επιρροή, επίδραση, εργάζομαι, επίπτωση, αποτέλεσμα, τεύχος, επενέργεια, δουλειά, κατάληξη, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
Μεταφράσεις: κρούση, επενεργώ, δουλεύω, σημασία, σύγκρουση, έκβαση, εντύπωση, επιρροή, επίδραση, εργάζομαι, επίπτωση, αποτέλεσμα, τεύχος, επενέργεια, δουλειά, κατάληξη, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις