Επίδραση στα τσεχικά

Μετάφραση: επίδραση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
následek, účinek, nápor, kolize, srážka, vliv, úder, náraz, dopad, efekt, účinku, účinkem
Επίδραση στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επίδραση

επίδραση συνώνυμα, επίδραση του ph στην ενεργότητα των πρωτεϊνών, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη της ελλάδας ή της κύπρου, επίδραση της πίεσης στο βρασμό, επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην αγρο-οικο-τουριστική ανάπτυξη, επίδραση λεξικό γλώσσας τσεχικά, επίδραση στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • επίδεσμος στα τσεχικά - bandáž, páska, obvázat, obvaz, obinadlo, zavázat, vázání, ...
  • επίδομα στα τσεχικά - udělení, výhoda, štědrost, propůjčit, udělit, dovolení, srážka, ...
  • επίθεση στα τσεχικά - napadení, napadat, výpad, útočný, útok, vpadnout, přepadení, ...
  • επίθετο στα τσεχικά - adjektivum, přezdívka, adjektivní, přídomek, přízvisko, přídavné jméno, adjective, ...
Τυχαίες λέξεις
Επίδραση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: následek, účinek, nápor, kolize, srážka, vliv, úder, náraz, dopad, efekt, účinku, účinkem