Žena στα ελληνικά
Μετάφραση: žena, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θηλυκός, γυναίκα, κυρία, σύζυγος, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
Μεταφράσεις
- duplikát στα ελληνικά - αντιγράφω, αντίγραφο, διπλασιάζω, σωσίας, διπλός, αντίτυπο, διπλότυπο, ...
- indukovat στα ελληνικά - προκαλώ, επάγουν, επάγει, προκαλείτε, να προκαλέσει, προκαλέσουν
- jasnovidec στα ελληνικά - οραματιστής, μάντης, προφήτης, διορατικός, μέντιουμ, διορατικό, διορατικοί
- křižník στα ελληνικά - καταδρομικό, Cruiser, ταχύπλοο σκάφος, Ταχύπλοο, Ταχύπλοο με
Τυχαίες λέξεις
Žena στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θηλυκός, γυναίκα, κυρία, σύζυγος, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των
Μεταφράσεις: θηλυκός, γυναίκα, κυρία, σύζυγος, γυναίκας, γυναίκα που, γυναίκα των