Γυναίκα στα τσεχικά
Μετάφραση: γυναίκα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
choť, paní, ženuška, manželka, žena, dáma, ženě, ženu, ženy
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γυναίκα
γυναίκα υδροχόος, γυναίκα καββαδίας, γυναίκα τοξότης, γυναίκα δίδυμος, γυναίκα σκορπιός, γυναίκα λεξικό γλώσσας τσεχικά, γυναίκα στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- γυμνός στα τσεχικά - bezpodmínečný, ponurý, odhalit, holý, mrazivý, obnažený, bělice, ...
- γυμνώνω στα τσεχικά - zbavit, odstrojit, očesat, sundat, lať, svléci, proužek, ...
- γυρίζω στα τσεχικά - nahradit, restituce, obnova, stáčet, hlášení, výnos, točit, ...
- γωνία στα τσεχικά - rohový, zákoutí, hrana, kout, udice, ústraní, roh, ...
Τυχαίες λέξεις
Γυναίκα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: choť, paní, ženuška, manželka, žena, dáma, ženě, ženu, ženy
Μεταφράσεις: choť, paní, ženuška, manželka, žena, dáma, ženě, ženu, ženy