Amputovat στα ελληνικά
Μετάφραση: amputovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ampulka στα ελληνικά - αμπούλα, φύσιγγα, αμπούλας, φύσιγγας, φιαλίδιο
- amputace στα ελληνικά - ακρωτηριασμός, αποκοπή, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, ο ακρωτηριασμός, τον ακρωτηριασμό
- amulet στα ελληνικά - φυλαχτό, φυλακτό, το φυλακτό, φυλακτού, φυλαχτό του
- anachronický στα ελληνικά - αναχρονιστικός, αναχρονιστική, αναχρονιστικό, αναχρονιστικές, αναχρονιστικών
Τυχαίες λέξεις
Amputovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν
Μεταφράσεις: ακρωτηριάζω, ξεκόβω, αποκόπτω, ακρωτηριαστούν από, να ακρωτηριαστούν, ακρωτηριαστούν