Ξεκόβω στα τσεχικά

Μετάφραση: ξεκόβω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
amputovat, odejmout, odnaučit, odstavit, odvyknout, vymanit, odstavovat
Ξεκόβω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξεκόβω

ξεκόβω λεξικό γλώσσας τσεχικά, ξεκόβω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • ξεκουραστικός στα τσεχικά - pokojný, klidný, mírný, poklidný, uklidňující, klidné, pohodové, ...
  • ξεκούραση στα τσεχικά - ochabování, zábava, odpočinek, oddech, uvolnění, relaxace, relaxační, ...
  • ξελογιάζω στα τσεχικά - zkazit, svést, svádět, svedl, svedla, svádějí
  • ξεμέθυστος στα τσεχικά - rozvážný, klidný, střízlivý, usedlý, střídmý, stone-, kamene, ...
Τυχαίες λέξεις
Ξεκόβω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: amputovat, odejmout, odnaučit, odstavit, odvyknout, vymanit, odstavovat