Bezprostřední στα ελληνικά
Μετάφραση: bezprostřední, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στιγμιαίος, καθοδηγώ, σκηνοθετώ, στιγμή, άμεσος, άμεση, άμεσο, άμεσης, άμεσα
Μεταφράσεις
- bezpodmínečně στα ελληνικά - απαραίτητα, άνευ όρων, ανεπιφύλακτα, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτη
- bezpohlavní στα ελληνικά - άφυλος, ουδέτερος, sexless, άφυλα, άφυλο, χωρίς φύλο
- bezprostředně στα ελληνικά - αμέσως, άμεσα, άμεση, πάραυτα
- bezpráví στα ελληνικά - λάθος, αδικία, αδικίας, την αδικία, της αδικίας, η αδικία
Τυχαίες λέξεις
Bezprostřední στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στιγμιαίος, καθοδηγώ, σκηνοθετώ, στιγμή, άμεσος, άμεση, άμεσο, άμεσης, άμεσα
Μεταφράσεις: στιγμιαίος, καθοδηγώ, σκηνοθετώ, στιγμή, άμεσος, άμεση, άμεσο, άμεσης, άμεσα