Bombardovat στα ελληνικά
Μετάφραση: bombardovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βόμβα, κατακλύζω, βομβαρδίζω, κατακλύζομαι, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
Μεταφράσεις
- bolák στα ελληνικά - αλγεινός, πληγή, πόνο, επώδυνο, πόνο στο, ευαίσθητο
- bomba στα ελληνικά - εμφιαλώνω, μπουκάλι, βόμβα, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
- bombardování στα ελληνικά - βομβαρδισμός, βομβιστική επίθεση, βομβαρδισμούς, βομβαρδισμό, βομβαρδισμού
- bombardér στα ελληνικά - βομβιστής, βομβαρδιστικό, βομβαρδιστικό αεροπλάνο, βομβιστή, βομβαρδιστικών αεροπλάνων
Τυχαίες λέξεις
Bombardovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βόμβα, κατακλύζω, βομβαρδίζω, κατακλύζομαι, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές
Μεταφράσεις: βόμβα, κατακλύζω, βομβαρδίζω, κατακλύζομαι, βόμβας, βομβών, βομβιστική, βομβιστικές