Drápnout στα ελληνικά
Μετάφραση: drápnout, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμυχή, γρατσουνιά, γρατσουνίζω, ξύνω
Μεταφράσεις
- dráp στα ελληνικά - πιάνω, νύχι, απομόνωση, κλώσημα, αρπάζω, δαγκάνα, νυχιών, ...
- drápat στα ελληνικά - γρατσουνίζω, σκαρφαλώνω, γρατσουνιά, διαταράσσω, αμυχή, ξύνω, δαγκάνα, ...
- drásat στα ελληνικά - χτυπώ, καβγάς, σαματάς, νταβαντούρι, φιλονικία
- drát στα ελληνικά - σύρμα, καλώδιο, βελόνα, σύρματος, καλωδίων, καλωδίου
Τυχαίες λέξεις
Drápnout στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμυχή, γρατσουνιά, γρατσουνίζω, ξύνω
Μεταφράσεις: αμυχή, γρατσουνιά, γρατσουνίζω, ξύνω