Dychtivý στα ελληνικά

Μετάφραση: dychtivý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόθυμος, άπληστος, αγχώδης, οξυδερκής, αχόρταγος, ενδιαφερόμενος, ανήσυχος, πεινασμένος, ακόρεστος, ενθουσιώδης, διψασμένος, πρόθυμοι, πρόθυμη, πρόθυμο, ανυπομονούν
Dychtivý στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dychtit στα ελληνικά - εποφθαλμιώ, θέλω, έλλειψη, καημός, πόθος, μεγάλος, μακρύς, ...
  • dychtivost στα ελληνικά - ζήλος, προθυμία, την προθυμία, ζήλο, ανυπομονησία
  • dychtění στα ελληνικά - μεγάλη επιθυμία, Λαχταρώντας
  • dynamický στα ελληνικά - δυναμικός, δυναμική, δυναμικό, δυναμικής, δυναμικές
Τυχαίες λέξεις
Dychtivý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόθυμος, άπληστος, αγχώδης, οξυδερκής, αχόρταγος, ενδιαφερόμενος, ανήσυχος, πεινασμένος, ακόρεστος, ενθουσιώδης, διψασμένος, πρόθυμοι, πρόθυμη, πρόθυμο, ανυπομονούν