Διψασμένος στα τσεχικά
Μετάφραση: διψασμένος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dychtivý, žíznivý, žízeň, žízně, žízní
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διψασμένος
διψασμένος συνωνυμα, διψασμένος λεξικό γλώσσας τσεχικά, διψασμένος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- διχοτομώ στα τσεχικά - rozpůlit, půlit, bisect, půlí, přetínat, protínají
- διχόνοια στα τσεχικά - nesvár, nesouzvuk, svár, nelibozvuk, nejednotnost, nejednota, disonance, ...
- διωγμός στα τσεχικά - perzekuce, pronásledování, perzekuci, pronásledováním
- διόδια στα τσεχικά - mýto, odzvonit, poplatek, mýtné, mostné, clo, vyzvánění, ...
Τυχαίες λέξεις
Διψασμένος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: dychtivý, žíznivý, žízeň, žízně, žízní
Μεταφράσεις: dychtivý, žíznivý, žízeň, žízně, žízní