Πεινασμένος στα τσεχικά
Μετάφραση: πεινασμένος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
neúrodný, hladový, hltavý, dravý, žravý, dychtivý, hlad, hladoví, hladové
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεινασμένος
πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος λεξικό γλώσσας τσεχικά, πεινασμένος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- πειθαρχώ στα τσεχικά - ukáznit, disciplinovat, sebekázeň, obor, potrestat, trestat, ukázněnost, ...
- πειθώ στα τσεχικά - přesvědčení, přemlouvání, přesvědčování, Persuasion
- πεινώ στα τσεχικά - vyhladovět, hlad, hladu, hladem, hladovět
- πειράζω στα τσεχικά - soužit, trápit, dráždit, znepokojovat, pokoušet, zlobit, otravovat, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεινασμένος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: neúrodný, hladový, hltavý, dravý, žravý, dychtivý, hlad, hladoví, hladové
Μεταφράσεις: neúrodný, hladový, hltavý, dravý, žravý, dychtivý, hlad, hladoví, hladové