Energicky στα ελληνικά
Μετάφραση: energicky, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυνατός, δυναμικά, σθεναρά, έντονα, ζωηρά, δυνατά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- endemický στα ελληνικά - ενδημικός, ενδημικά, ενδημική, ενδημικό, ενδημικών
- endivie στα ελληνικά - αντίδι, αντίδια, του αντιδιού, αντιδιού, των αντιδιών
- energický στα ελληνικά - ρωμαλέος, εμφατικός, ενεργητικός, κατηγορηματικός, ισχυρός, αποφασιστικός, καθοριστικός, ...
- energie στα ελληνικά - εξουσία, δύναμη, μπορούσα, κύρος, energy
Τυχαίες λέξεις
Energicky στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυνατός, δυναμικά, σθεναρά, έντονα, ζωηρά, δυνατά
Μεταφράσεις: δυνατός, δυναμικά, σθεναρά, έντονα, ζωηρά, δυνατά