Eskalace στα ελληνικά
Μετάφραση: eskalace, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλιμάκωση, έξαρση, έκρηξη, άνοδο, άνοδος, αναζωπύρωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- esence στα ελληνικά - ουσία, σύνολο, πράξη, ουσίαν, ουσιαστικά
- eskadra στα ελληνικά - ίλη ιππικού, επιλαρχία, μοίρα, μοίρας, Squadron
- eskamotér στα ελληνικά - ταχυδακτυλουργός, ζογκλέρ, Juggler, ταχυδακτυλουργό, ταχυδακτυλουργό που
- eskont στα ελληνικά - μείωση, έκπτωση, σκόντο, εκπτώσεων, επιστροφή, έκπτωσης, επιστροφής
Τυχαίες λέξεις
Eskalace στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλιμάκωση, έξαρση, έκρηξη, άνοδο, άνοδος, αναζωπύρωση
Μεταφράσεις: κλιμάκωση, έξαρση, έκρηξη, άνοδο, άνοδος, αναζωπύρωση