Instruovat στα ελληνικά

Μετάφραση: instruovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διδάσκω, σύντομος, σύντομη, συνοπτική, σύντομο, σύντομες
Instruovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • instrumentál στα ελληνικά - instrumental, καθοριστικής, οργανική, ρόλο, καθοριστική
  • instrumentální στα ελληνικά - instrumental, καθοριστικής, οργανική, ρόλο, καθοριστική
  • integrace στα ελληνικά - ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης
  • integrita στα ελληνικά - ακεραιότητα, ακεραιότητας, την ακεραιότητα, της ακεραιότητας, η ακεραιότητα
Τυχαίες λέξεις
Instruovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διδάσκω, σύντομος, σύντομη, συνοπτική, σύντομο, σύντομες