Jednotka στα ελληνικά
Μετάφραση: jednotka, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονάδα, οντότητα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jednostranně στα ελληνικά - μονομερώς, μονομερή, μονόπλευρα, μονομερούς
- jednota στα ελληνικά - σχέση, ένωση, σωματειακός, ενότητα, αρμονία, ενότητας, την ενότητα, ...
- jednotkový στα ελληνικά - ενιαία, μοναδιαίο, ενιαίου, ενιαίο, ενωτικό
- jednotlivec στα ελληνικά - άνθρωπος, ατομικός, πρόσωπο, άτομο, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική, ...
Τυχαίες λέξεις
Jednotka στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονάδα, οντότητα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα
Μεταφράσεις: μονάδα, οντότητα, μονάδας, συσκευή, μονάδος, ενότητα