Křehký στα ελληνικά

Μετάφραση: křehký, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φίνος, τρυφερός, μαλθακός, αδύναμος, κοντός, ξηρός, φτωχός, λεπτός, εύθραυστος, τραγανιστός, τσουχτερός, μαλακός, ανίσχυρος, εύθραυστα, εύθραυστο, ψαθυρή, εύθρυπτο
Křehký στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kňučet στα ελληνικά - κλαψούρισμα, κλαψουρίζουν, κρασί, whine, παράπονο
  • křehkost στα ελληνικά - άλγος, λιχουδιά, αδυναμία, λεπτότητα, πόνος, εύθραυστο, αστάθειας, ...
  • křemen στα ελληνικά - χαλαζίας, χαλαζία, χαλαζιακή, από χαλαζία, quartz
  • křen στα ελληνικά - χρένο, κοχλιαρίας, χρένου, ραφανιδική, κρένου
Τυχαίες λέξεις
Křehký στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φίνος, τρυφερός, μαλθακός, αδύναμος, κοντός, ξηρός, φτωχός, λεπτός, εύθραυστος, τραγανιστός, τσουχτερός, μαλακός, ανίσχυρος, εύθραυστα, εύθραυστο, ψαθυρή, εύθρυπτο