Kořenit στα ελληνικά
Μετάφραση: kořenit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νοστιμίζω, καρύκευμα, πιπεριά, καρυκεύω, μπαχαρικό, περίοδο, πιπέρι, περίοδος, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- koňský στα ελληνικά - ίππειος, ιπποειδών, των ιπποειδών, ίππων, των ίππων
- kořen στα ελληνικά - ριζικός, ρίζα, ρίζας, root, ριζικό, ριζών
- kořenný στα ελληνικά - πικάντικος, κύμινο, με κύμινο, Caraway, σπερμάτων κάρου, σπόρων κύμινου
- kořenový στα ελληνικά - ριζικός, ρίζα, root, ρίζας, ριζών, της ρίζας
Τυχαίες λέξεις
Kořenit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νοστιμίζω, καρύκευμα, πιπεριά, καρυκεύω, μπαχαρικό, περίοδο, πιπέρι, περίοδος, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Μεταφράσεις: νοστιμίζω, καρύκευμα, πιπεριά, καρυκεύω, μπαχαρικό, περίοδο, πιπέρι, περίοδος, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου