Kompromitovat στα ελληνικά

Μετάφραση: kompromitovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακυβεύω, συμβιβασμός, διαπράττω, δεσμεύω, συμβιβάζω, κάνω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
Kompromitovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • komprimovat στα ελληνικά - συμπιέζω, συμπαγής, συμπυκνωμένος, πατικώνω, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, ...
  • kompromis στα ελληνικά - συμβιβάζω, συμβιβασμός, διακυβεύω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
  • komuna στα ελληνικά - κοινόβιο, κοινότητα, κοινότητας, δήμου, δήμο, κομμούνα
  • komunikace στα ελληνικά - τρόπος, επικοινωνία, επικοινωνίας, ανακοίνωση, ανακοίνωση της, επικοινωνιών
Τυχαίες λέξεις
Kompromitovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακυβεύω, συμβιβασμός, διαπράττω, δεσμεύω, συμβιβάζω, κάνω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση