Δεσμεύω στα τσεχικά

Μετάφραση: δεσμεύω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kompromitovat, páchat, věnovat, předložit, spojovat, vystavit, vázat, spáchat, svazovat, svěřit, ovázat, upevnit, lemovat, uvázat, zavázat, spojit, spoutat, poutem, překážka, brzdou, spoutají
Δεσμεύω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσμεύω

δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω λεξικό γλώσσας τσεχικά, δεσμεύω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • δεσμίδα στα τσεχικά - uzel, svázat, svazek, balík, raneček, snop, otýpka, ...
  • δεσμευτικός στα τσεχικά - vázání, vazba, závazné, závazná, závazný
  • δεσμοφύλακας στα τσεχικά - dozorce, žalářník, žalářníkem, strážný žaláře, vězeňský dozorce, žalářníkovi
  • δεσμός στα τσεχικά - záruka, svazek, vázat, spojovat, obchod, věc, aféra, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσμεύω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: kompromitovat, páchat, věnovat, předložit, spojovat, vystavit, vázat, spáchat, svazovat, svěřit, ovázat, upevnit, lemovat, uvázat, zavázat, spojit, spoutat, poutem, překážka, brzdou, spoutají