Διαπράττω στα τσεχικά

Μετάφραση: διαπράττω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svěřit, dopustit, páchat, spáchat, předložit, kompromitovat, zavázat, věnovat, vystavit, spáchání, zavazují, commit
Διαπράττω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διαπράττω

διαπράττω αρχαία, διαπράττω συνώνυμα, διαπράττω κλίση, διαπράττω λεξικό γλώσσας τσεχικά, διαπράττω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • διαπληκτίζομαι στα τσεχικά - argumentovat, potyčka, přemluvit, hádka, pře, dokazovat, debatovat, ...
  • διαπλοκή στα τσεχικά - zásah, zákrok, zakročení, prolínání, proplétání, interweaving
  • διαπρέπω στα τσεχικά - vynikat, vyniknout, excelovat, vyznamenat, předčit, výtečný, vynikající, ...
  • διαπραγμάτευση στα τσεχικά - prodej, vyjednávání, jednání, sjednání, sjednávání, projednání
Τυχαίες λέξεις
Διαπράττω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: svěřit, dopustit, páchat, spáchat, předložit, kompromitovat, zavázat, věnovat, vystavit, spáchání, zavazují, commit