Konsternovat στα ελληνικά
Μετάφραση: konsternovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανησυχία, τρόμος, κατατρομάζω, τρομάζω, εκφοβίζω, φρίκη
Μεταφράσεις
- konstatování στα ελληνικά - δήλωση, κατάσταση, ανακοίνωση, δήλωσης, δελτίο
- konstelace στα ελληνικά - αστερισμός, αστερισμό, αστερισμού, αστερισμό του, σχηματισμού
- konstituce στα ελληνικά - συνήθεια, σύνταγμα, έξη, Συντάγματος, σύσταση, συγκρότηση, Συντάγματος της
- konstitutivní στα ελληνικά - συστατική, συστατικό, ιδιοσυστατική, ιδιοσυστατικό, συστατικός
Τυχαίες λέξεις
Konsternovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανησυχία, τρόμος, κατατρομάζω, τρομάζω, εκφοβίζω, φρίκη
Μεταφράσεις: ανησυχία, τρόμος, κατατρομάζω, τρομάζω, εκφοβίζω, φρίκη