Korpulentní στα ελληνικά
Μετάφραση: korpulentní, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εύσωμος, αισχρός, ακαθάριστος, πρόστυχος, θαρραλέος, χοντρός, γερός, παχύσαρκος, εύσαρκος, εύσαρκης, corpulent, παχύσαρκα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- korporační στα ελληνικά - εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική
- korpulence στα ελληνικά - παχυσαρκία, corpulence, το corpulence, πολυσαρκία, σωματική διαμόρφωση
- kortikální στα ελληνικά - φλοιώδη, του φλοιού, φλοιώδες, φλοιώδης, φλοιώδους
- koruna στα ελληνικά - κορώνα, κορόνα, θήκη, στέμμα, στεφάνι, κόμης, κορώνας
Τυχαίες λέξεις
Korpulentní στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εύσωμος, αισχρός, ακαθάριστος, πρόστυχος, θαρραλέος, χοντρός, γερός, παχύσαρκος, εύσαρκος, εύσαρκης, corpulent, παχύσαρκα
Μεταφράσεις: εύσωμος, αισχρός, ακαθάριστος, πρόστυχος, θαρραλέος, χοντρός, γερός, παχύσαρκος, εύσαρκος, εύσαρκης, corpulent, παχύσαρκα