Má στα ελληνικά

Μετάφραση: má, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νάρκη, μεταλλείο, έχει, διαθέτει, πρέπει, δεν έχει, έχουν
Má στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • myšlení στα ελληνικά - σκεφτόμουν, σκέψη, φυλάξου, νόμιζα, θεωρούν, πιστεύεται, σκεφτεί, ...
  • mzda στα ελληνικά - πληρώνω, πληρωμή, απολαβές, αποδοχές, μισθός, ημερομίσθιο, μισθών, ...
  • máchat στα ελληνικά - ξεπλένω, ξέπλυμα, ξεπλύνετε, πλύνετέ, πλύνετέ τα, ξεπλένετε
  • máchání στα ελληνικά - απόπλυση
Τυχαίες λέξεις
Má στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νάρκη, μεταλλείο, έχει, διαθέτει, πρέπει, δεν έχει, έχουν