Mírnit στα ελληνικά
Μετάφραση: mírnit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάθεση, σκληραίνω, κοπάζω, τροποποιώ, μέτριος, οργή, μετριοπαθής, παραλλάζω, μειώνω, καταπραΰνω, μετριάζω, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mír στα ελληνικά - ησυχασμός, ειρήνη, ειρήνης, την ειρήνη, της ειρήνης, ειρηνευτική
- míra στα ελληνικά - μέτρο, μετρητής, έκταση, μέτρηση, πτυχίο, τιμή, καταμέτρηση, ...
- mírnost στα ελληνικά - εγκράτεια, επιείκεια, μετριοπάθεια, πραότητα, ευγένεια, gentleness, ηπιότητα, ...
- mírný στα ελληνικά - γαλήνιος, ήρεμος, ελαφρύς, άτολμος, πειθήνιος, μπόσικος, ήπιος, ...
Τυχαίες λέξεις
Mírnit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάθεση, σκληραίνω, κοπάζω, τροποποιώ, μέτριος, οργή, μετριοπαθής, παραλλάζω, μειώνω, καταπραΰνω, μετριάζω, μέτρια, μέτριας, μέτριο
Μεταφράσεις: διάθεση, σκληραίνω, κοπάζω, τροποποιώ, μέτριος, οργή, μετριοπαθής, παραλλάζω, μειώνω, καταπραΰνω, μετριάζω, μέτρια, μέτριας, μέτριο