Mimo στα ελληνικά
Μετάφραση: mimo, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έξω, δίπλα, άλλωστε, από, πλάι, μακριά, τις, καθορίζονται, ορίζονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mim στα ελληνικά - μίμος, παντομίμα, MIME, παντομίμας, μιμική
- miminko στα ελληνικά - μωρό, βρέφος, μωρού, το μωρό, μωρών, του μωρού
- mimochodem στα ελληνικά - από τον τρόπο, με τον τρόπο, από τον τρόπο με, παρεμπιπτόντως, από το δρόμο
- mimoděk στα ελληνικά - ακούσια, ακουσίως, χωρίς τη θέλησή, χωρίς τη θέλησή τους, τη θέλησή
Τυχαίες λέξεις
Mimo στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έξω, δίπλα, άλλωστε, από, πλάι, μακριά, τις, καθορίζονται, ορίζονται
Μεταφράσεις: έξω, δίπλα, άλλωστε, από, πλάι, μακριά, τις, καθορίζονται, ορίζονται