Mimovolný στα ελληνικά
Μετάφραση: mimovolný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακούσιος, αναίσθητος, αντανάκλαση, αντανακλαστικό, αντανακλαστικού, reflex, αντανακλαστική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mimoděk στα ελληνικά - ακούσια, ακουσίως, χωρίς τη θέλησή, χωρίς τη θέλησή τους, τη θέλησή
- mimojdoucí στα ελληνικά - περαστικός, περαστικό, περαστικούς, περαστικού, περαστικών
- mimořádný στα ελληνικά - ιδιότροπος, παράξενος, ιδιόμορφος, αξιοσημείωτος, φρικιό, ασυνήθιστος, εξαιρετικός, ...
- mimořádně στα ελληνικά - εξαιρετικά, ασυνήθιστα, πολύ, ιδιαίτερα, άκρως, υπερβολικά
Τυχαίες λέξεις
Mimovolný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακούσιος, αναίσθητος, αντανάκλαση, αντανακλαστικό, αντανακλαστικού, reflex, αντανακλαστική
Μεταφράσεις: ακούσιος, αναίσθητος, αντανάκλαση, αντανακλαστικό, αντανακλαστικού, reflex, αντανακλαστική