Myšlenkový στα ελληνικά
Μετάφραση: myšlenkový, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διανοητικός, διανοούμενος, πνευματικός, πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, της πνευματικής
Μεταφράσεις
- myška στα ελληνικά - ποντίκι, ποντικού, ποντικιού, του ποντικιού, το ποντίκι
- myšlenka στα ελληνικά - εικόνα, σκέψη, είδωλο, σκεφτόμουν, νόμιζα, ιδέα, θεωρούν, ...
- myšlení στα ελληνικά - σκεφτόμουν, σκέψη, φυλάξου, νόμιζα, θεωρούν, πιστεύεται, σκεφτεί, ...
- mzda στα ελληνικά - πληρώνω, πληρωμή, απολαβές, αποδοχές, μισθός, ημερομίσθιο, μισθών, ...
Τυχαίες λέξεις
Myšlenkový στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διανοητικός, διανοούμενος, πνευματικός, πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, της πνευματικής
Μεταφράσεις: διανοητικός, διανοούμενος, πνευματικός, πνευματικής, πνευματική, διανοητικής, της πνευματικής