Διανοητικός στα τσεχικά
Μετάφραση: διανοητικός, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
intelektuál, rozumový, intelektuální, duševní, myšlenkový, vzdělanec, mentální, duševního, psychické, duševním
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διανοητικός
διανοητικόσ σημασία, διανοητικός λεξικο, διανοητικός συνώνυμα, διανοητικός λεξικό γλώσσας τσεχικά, διανοητικός στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- διανέμω στα τσεχικά - roznést, měřit, distribuovat, rozmetat, vykázat, rozvrhnout, šířit, ...
- διανοητικά στα τσεχικά - intelektuálně, mentálně, duševně, psychicky, mentálním, duchu
- διανομέας στα τσεχικά - listonoš, rozdělovač, doručovatel, roznašeč, kolportér, pošťák, rozvaděč, ...
- διανομή στα τσεχικά - asignace, rozmetání, určení, kolportáž, rozmístění, rozvod, distribuce, ...
Τυχαίες λέξεις
Διανοητικός στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: intelektuál, rozumový, intelektuální, duševní, myšlenkový, vzdělanec, mentální, duševního, psychické, duševním
Μεταφράσεις: intelektuál, rozumový, intelektuální, duševní, myšlenkový, vzdělanec, mentální, duševního, psychické, duševním