Nominovat στα ελληνικά

Μετάφραση: nominovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ονομάζω, όνομα, προτείνω, ορίζω, διορίζω, ονομασία, ορίσει, διορίσει, ορίσουν, να ορίσει, διορίζει
Nominovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • nominace στα ελληνικά - χρίσμα, υποψηφιότητα, υποψηφιότητες, υποψηφιοτήτων, υποψηφιότητες που, διορισμούς, διορισμοί
  • nominativ στα ελληνικά - ονομαστικός, ονομαστική πτώση, ονομαστική, ονομαστικές, ονομαστικά, ονομαστική του
  • nominální στα ελληνικά - ονομαστικός, ονομαστικής, ονομαστική, ονομαστικό, ονομαστικές
  • nomád στα ελληνικά - νομάς, νομάδων, νομαδική, νομαδικές
Τυχαίες λέξεις
Nominovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ονομάζω, όνομα, προτείνω, ορίζω, διορίζω, ονομασία, ορίσει, διορίσει, ορίσουν, να ορίσει, διορίζει