Διορίζω στα τσεχικά

Μετάφραση: διορίζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ustanovit, jmenovat, vyhradit, předepsat, přikázat, stanovit, určovat, pojmenovat, přidělit, určit, nominovat, vyjmenovat, přičítat, delegovat, Depute, vyslat
Διορίζω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διορίζω

διορίζω στα αγγλικά, διορίζω αντίκλητο, ορίζω συνωνυμα, διορίζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, διορίζω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • διορία στα τσεχικά - nazvat, pololetí, čtvrtletí, semestr, období, slovo, kvartál, ...
  • διορίζομαι στα τσεχικά - vložit, odít, uložit, investovat, oblehnout, obklíčit, Jmenovaný, ...
  • διορατικός στα τσεχικά - prozíravý, bystrý, důvtipný, bystrozraký, předvídavý, pronikavý
  • διορατικότητα στα τσεχικά - bystrozrak, bystrost, ostrovtip, důvtip, pronikavost, pohled, vhled, ...
Τυχαίες λέξεις
Διορίζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: ustanovit, jmenovat, vyhradit, předepsat, přikázat, stanovit, určovat, pojmenovat, přidělit, určit, nominovat, vyjmenovat, přičítat, delegovat, Depute, vyslat