Obhajovat στα ελληνικά

Μετάφραση: obhajovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμύνομαι, προστατεύω, συνηγορώ, συνήγορος, υποστηρικτής, αγορεύω, υπερασπιστής, δικαιολογώ, δικαιώνω, υπερασπίζομαι, υπερασπίζω, εισαγγελέα, εισαγγελέας, υπέρμαχος
Obhajovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • obezřetný στα ελληνικά - επιφυλακτικός, εφεκτικός, προσεκτικός, προσεχτικός, προσεκτικοί, προσεκτική, επιφυλακτική
  • obhajoba στα ελληνικά - συνηγορία, άμυνα, υπεράσπιση, έκκληση, άμυνας, αμυντικούς, υπεράσπισης
  • obhajování στα ελληνικά - υπεράσπιση, συνηγορία, υπεράσπισης, συνηγορίας, υποστήριξης
  • obhájce στα ελληνικά - υπερασπιστής, καμαρίλα, συμβουλεύω, συνήγορος, συνηγορώ, υποστηρικτής, αμυντικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Obhajovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμύνομαι, προστατεύω, συνηγορώ, συνήγορος, υποστηρικτής, αγορεύω, υπερασπιστής, δικαιολογώ, δικαιώνω, υπερασπίζομαι, υπερασπίζω, εισαγγελέα, εισαγγελέας, υπέρμαχος