Oblékání στα ελληνικά
Μετάφραση: oblékání, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ντύνομαι, φόρεμα, δέσιμο, ντύνω, ντύνεται, το ντύσιμο, ντύσιμο, πάρει ντυμένος, να πάρει ντυμένος
Μεταφράσεις
- obléhání στα ελληνικά - πολιορκία, πολιορκίας, την πολιορκία, αποκλεισμό, πολιορκητικές
- oblékat στα ελληνικά - φόρεμα, φορώ, ντύνομαι, ντύνω, το φόρεμα, φορεμάτων, φόρεμά, ...
- oblíbenec στα ελληνικά - αγαπημένος, αγαπημένο, αγαπημένη, το αγαπημένο, αγαπημένες, τα αγαπημένα
- oblíbený στα ελληνικά - αγαπημένος, θωπεύω, αγαπημένο, αγαπημένη, το αγαπημένο, αγαπημένες, τα αγαπημένα
Τυχαίες λέξεις
Oblékání στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ντύνομαι, φόρεμα, δέσιμο, ντύνω, ντύνεται, το ντύσιμο, ντύσιμο, πάρει ντυμένος, να πάρει ντυμένος
Μεταφράσεις: ντύνομαι, φόρεμα, δέσιμο, ντύνω, ντύνεται, το ντύσιμο, ντύσιμο, πάρει ντυμένος, να πάρει ντυμένος