Ντύνομαι στα τσεχικά

Μετάφραση: ντύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
strojit, oblékání, oděv, ošetřit, oblek, obvázat, upravit, úbor, šaty, vystrojit, oblékat, obléci, kostým, oblečení, vyzdobit, zdobit, oblékají, šaty do, šaty se, dress up
Ντύνομαι στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντύνομαι

ντύνομαι .gr, ντύνομαι φθηνά, ντύνομαι .gr ρουχα, ντύνομαι παιχνίδια, ντύνομαι τρώω κάνω τουρισμό ελληνικά, ντύνομαι λεξικό γλώσσας τσεχικά, ντύνομαι στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • ντόπιος στα τσεχικά - domorodec, vrozený, domácí, rodný, tuzemský, tuzemec, rodilý, ...
  • ντόρος στα τσεχικά - hluk, povyk, zmatek, šum, bzučet, buzz, buzzy, ...
  • ντύνω στα τσεχικά - kostým, vystrojit, oblékání, šaty, oděv, ošetřit, oblékat, ...
  • ντύσιμο στα τσεχικά - úbor, obléci, háv, odít, upravit, oděv, dresink, ...
Τυχαίες λέξεις
Ντύνομαι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: strojit, oblékání, oděv, ošetřit, oblek, obvázat, upravit, úbor, šaty, vystrojit, oblékat, obléci, kostým, oblečení, vyzdobit, zdobit, oblékají, šaty do, šaty se, dress up