Od στα ελληνικά
Μετάφραση: od, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σε, αφού, μακριά, από, από την, από το, από τις, από τη
Μεταφράσεις
- ochuzení στα ελληνικά - εξαθλίωση, φτώχεια, υποβάθμιση, πτώχευση, εξαθλίωσης
- octový στα ελληνικά - οξικός, οξικό, οξικού, οξεικό, οξεικού
- odbarvit στα ελληνικά - λευκαντικό, λευκαντικού, χλωρίνη, λεύκανσης, λευκαντικών
- odbarvovat στα ελληνικά - decolour
Τυχαίες λέξεις
Od στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σε, αφού, μακριά, από, από την, από το, από τις, από τη
Μεταφράσεις: σε, αφού, μακριά, από, από την, από το, από τις, από τη