Odrážet στα ελληνικά
Μετάφραση: odrážet, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηχώ, αντικατοπτρίζω, καθρέφτης, αντανακλώ, αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, αντανακλά, απεικονίζουν
Μεταφράσεις
- odročení στα ελληνικά - εναιώρημα, ανάρτηση, ανακοπή, αναστολή, αναβολή, Διακοπή, αναβολής, ...
- odročit στα ελληνικά - αναβάλλω, κρεμώ, αναστολή, αναστέλλω, διακόπτω, αναβάλλει, αναβάλει, ...
- odrůda στα ελληνικά - ποικιλία, ποικιλίας, διάφορες, διάφορα, ποικίλες
- odseknout στα ελληνικά - κόβω, αποκόβω, ανταπαντώ, αντίλογος, αποστακτήρας, αποστακτήρα, αποστακτήρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Odrážet στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηχώ, αντικατοπτρίζω, καθρέφτης, αντανακλώ, αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, αντανακλά, απεικονίζουν
Μεταφράσεις: ηχώ, αντικατοπτρίζω, καθρέφτης, αντανακλώ, αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, αντανακλά, απεικονίζουν