Ono στα ελληνικά

Μετάφραση: ono, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτό, το, να, είναι, ότι
Ono στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • onemocnění στα ελληνικά - πάθηση, αταξία, στοργή, ασθένεια, τρυφερότητα, ακαταστασία, διαταραχή, ...
  • onen στα ελληνικά - εκείνος, που, ότι, ότι η, ώστε, ότι οι
  • oněmělý στα ελληνικά - άφωνος, άναυδος, εμβρόντητος, άφωνους, άφωνο, άφωνοι, άφωνη
  • opak στα ελληνικά - αντίθεση, συγκρίνω, αντιπαραθέτω, αντιστρέφω, απέναντι, αντίθετο, απέναντι από, ...
Τυχαίες λέξεις
Ono στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτό, το, να, είναι, ότι