Opotřebení στα ελληνικά

Μετάφραση: opotřebení, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τριβή, φορώ, αμυχή, απόξεση, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Opotřebení στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oponent στα ελληνικά - αντίπαλος, αντίπαλο, αντίπαλης, αντιπάλου, αντίπαλό
  • opora στα ελληνικά - δεκανίκι, πατερίτσα, στήριγμα, συμπαράσταση, υποστήριγμα, στυλοβάτης, βοήθεια, ...
  • opotřebovat στα ελληνικά - φορώ, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
  • opotřebování στα ελληνικά - απόξεση, φθορά, φθίση, φορώ, αμυχή, κατανάλωση, τριβή, ...
Τυχαίες λέξεις
Opotřebení στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τριβή, φορώ, αμυχή, απόξεση, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν