Osvětlování στα ελληνικά
Μετάφραση: osvětlování, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φωτισμός, φωτισμού, Φωτιστικά, Lighting, Φωτισμοί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jednota στα ελληνικά - σχέση, ένωση, σωματειακός, ενότητα, αρμονία, ενότητας, την ενότητα, ...
- mořeplavec στα ελληνικά - ναυτίλος, αεροναυτίλος, πλοηγός, Navigator, πλοηγό, πλοηγού, θαλασσοπόρος
- mžít στα ελληνικά - ψιλοβρέχω, ψιλοβρόχι, πούσι, ομίχλη, ψιλοβρέχει, ψιχαλίζει, ψιλόβροχο, ...
- nalakovat στα ελληνικά - βάφω, βερνικώνω, βούλα, φώκια, χρώμα, μπογιά, ζωγραφίζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Osvětlování στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φωτισμός, φωτισμού, Φωτιστικά, Lighting, Φωτισμοί
Μεταφράσεις: φωτισμός, φωτισμού, Φωτιστικά, Lighting, Φωτισμοί