Ovládnout στα ελληνικά
Μετάφραση: ovládnout, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απασχολώ, ιθύνω, απορροφώ, αιχμαλωσία, κυβερνώ, διέπω, αιχμαλωτίζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- divoce στα ελληνικά - άγρια, εξωφρενικά
- dodávka στα ελληνικά - παράδοση, παραλαβή, προμήθεια, παρέχω, μέριμνα, χορήγηση, παροχή, ...
- hornina στα ελληνικά - πέτρα, πετροβολώ, κουνώ, λιθοβολώ, λικνίζω, ροκ, βράχος, ...
- mé στα ελληνικά - νάρκη, μεταλλείο, μου, My, δικό μου, Το δικό μου
Τυχαίες λέξεις
Ovládnout στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απασχολώ, ιθύνω, απορροφώ, αιχμαλωσία, κυβερνώ, διέπω, αιχμαλωτίζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν
Μεταφράσεις: απασχολώ, ιθύνω, απορροφώ, αιχμαλωσία, κυβερνώ, διέπω, αιχμαλωτίζω, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχήσουν, κυριαρχήσει, δεσπόζουν