Διέπω στα τσεχικά

Μετάφραση: διέπω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ovládnout, určovat, vládnout, spravovat, ovládat, řídit, panovat, diepo
Διέπω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διέπω

διέπω ορισμός, διέπω σημαίνει, διέπω συνώνυμο, διέπω κλίση, διέπω αόριστος, διέπω λεξικό γλώσσας τσεχικά, διέπω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • διένεξη στα τσεχικά - debata, popírat, diskutovat, spor, debatovat, polemika, hádka, ...
  • διέξοδος στα τσεχικά - otevření, odtok, výpust, odpad, díra, východisko, výfuk, ...
  • διήθηση στα τσεχικά - cezení, filtrování, filtrace, filtrační, filtraci, filtrací, filtračního
  • διίσταμαι στα τσεχικά - rozpor, rozbíhat, rozcházet se, rozcházejí, rozcházet, rozbíhají
Τυχαίες λέξεις
Διέπω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: ovládnout, určovat, vládnout, spravovat, ovládat, řídit, panovat, diepo