Příslušník στα ελληνικά
Μετάφραση: příslušník, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μέλος, στέλεχος, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anonymní στα ελληνικά - ανώνυμος, ανώνυμα, ανώνυμη, ανώνυμο, ανώνυμες
- dosvědčit στα ελληνικά - μαρτυρώ, πιστοποιώ, μαρτυρούν, καταθέσει, καταθέσουν, καταθέτουν, πιστοποιούν
- korodovat στα ελληνικά - διαβρώνουν, διαβρώσουν, διαβρωθούν, διαβρώσει, διαβρώνονται
- milostivý στα ελληνικά - πρόσχαρος, εύσπλαχνος, οικτίρμων, ελεήμων, φιλεύσπλαχνος, φιλεύσπλαχνο
Τυχαίες λέξεις
Příslušník στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μέλος, στέλεχος, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών
Μεταφράσεις: μέλος, στέλεχος, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών