Překypující στα ελληνικά
Μετάφραση: překypující, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαχυτικός, άφθονος, ενθουσιώδης, effusive, εκδηλωτική, διαχυτική, διαχυτικοί
Μεταφράσεις
- denně στα ελληνικά - καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
- humanitářský στα ελληνικά - Ανθρωπιστική, Ανθρωπιστικής, την ανθρωπιστική, Ανθρωπιστικών, Η ανθρωπιστική
- iniciátor στα ελληνικά - εφευρέτης, εκκινητή, εμπνευστής, ενάρξεως, εκκινητής, εναρκτήρα
- křepký στα ελληνικά - ζωηρός, εύθυμος, πεταχτό, παιχνιδιάρικη
Τυχαίες λέξεις
Překypující στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαχυτικός, άφθονος, ενθουσιώδης, effusive, εκδηλωτική, διαχυτική, διαχυτικοί
Μεταφράσεις: διαχυτικός, άφθονος, ενθουσιώδης, effusive, εκδηλωτική, διαχυτική, διαχυτικοί