Přepustit στα ελληνικά

Μετάφραση: přepustit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραχωρώ, παραδέχομαι, παραχωρήσει, παραδέχονται, παραδεχτεί, δέχονται
Přepustit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chřestění στα ελληνικά - κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, κροτάλισμα, κουδουνίστρες
  • druhotný στα ελληνικά - θυγατρική, επικουρικός, υποβοηθητικός, δευτερεύων, τυχαίος, παράγωγος, δευτεροβάθμιας, ...
  • následník στα ελληνικά - κληρονόμος, διάδοχος, διάδοχο, διαδόχου, διάδοχός, διάδοχό
  • ochablost στα ελληνικά - ύφεση, κατάθλιψη, ατονία, χαλαρότητα, χαλαρότητας, χαλάρωση, η καθυστέρηση υποβολής, ...
Τυχαίες λέξεις
Přepustit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραχωρώ, παραδέχομαι, παραχωρήσει, παραδέχονται, παραδεχτεί, δέχονται