Přerušení στα ελληνικά

Μετάφραση: přerušení, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακοπή, διάλειμμα, ρήγμα, ανακοπή, εναιώρημα, ρήξη, αθετώ, διακόπτω, ανάρτηση, αναστολή, χασμωδία, αντεπίθεση, σπάζω, κενό, παραβίαση, διάλλειμα, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της
Přerušení στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chrabrost στα ελληνικά - γενναιότητα, ανδρεία, ανδρείας, valor, την ανδρεία
  • jadérko στα ελληνικά - σπόρος, σπόρων, σπόρων προς σπορά, σπόρους, σπόρου
  • kabina στα ελληνικά - θάλαμος, παράπηγμα, πάγκος, ταξί, θαλαμίσκος, καμπίνα, θαλάμου επιβατών, ...
  • nesympatický στα ελληνικά - απωθητικός, αντιπαθητικός
Τυχαίες λέξεις
Přerušení στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακοπή, διάλειμμα, ρήγμα, ανακοπή, εναιώρημα, ρήξη, αθετώ, διακόπτω, ανάρτηση, αναστολή, χασμωδία, αντεπίθεση, σπάζω, κενό, παραβίαση, διάλλειμα, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της