Διακόπτω στα τσεχικά

Μετάφραση: διακόπτω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přerušovat, pomlka, odmlka, pauza, oddech, přestávka, vyrušit, přerušení, rušit, pomlčka, přestat, zarazit, prodlévat, přerušit, přeruší, přerušíte
Διακόπτω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακόπτω

διακόπτω english, διακόπτω κλίση, διακόπτω συνώνυμα, διακόπτω συνώνυμο, διακόπτω στα αγγλικά, διακόπτω λεξικό γλώσσας τσεχικά, διακόπτω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • διακυμαίνομαι στα τσεχικά - paleta, doména, oblast, rozsah, sortiment, místo, pásmo, ...
  • διακόπτης στα τσεχικά - rákoska, vznícení, zapínat, přehodit, vzplanutí, spínač, výměna, ...
  • διακόρευση στα τσεχικά - deflorace, diakorefsi
  • διακύμανση στα τσεχικά - váhání, výkyv, kolísání, fluktuace, výkyvy, fluktuační
Τυχαίες λέξεις
Διακόπτω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: přerušovat, pomlka, odmlka, pauza, oddech, přestávka, vyrušit, přerušení, rušit, pomlčka, přestat, zarazit, prodlévat, přerušit, přeruší, přerušíte