Přesvědčit στα ελληνικά
Μετάφραση: přesvědčit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ικανοποιώ, πείθω, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aklamace στα ελληνικά - επευφημία, βοής, επευφημίες, την επευφημία
- houslista στα ελληνικά - βιολί, βιολιστής, βιολιστή, βιολονίστα, βιολονίστας
- následovník στα ελληνικά - κληρονόμος, οπαδός, ακολούθου, ακόλουθος, ολισθητήρα, που ακολουθεί
- odlehlý στα ελληνικά - δόλιος, απόμακρος, απομακρυσμένος, ψυχρός, απόκεντρος, ύπουλος, μακρινός, ...
Τυχαίες λέξεις
Přesvědčit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ικανοποιώ, πείθω, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε
Μεταφράσεις: ικανοποιώ, πείθω, πείσει, πείσουν, πείσουμε, πείσει τους, πείσετε