Přirozený στα ελληνικά
Μετάφραση: přirozený, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άνετος, ειλικρινής, εύκολος, πραγματικός, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού
Μεταφράσεις
- apoplektický στα ελληνικά - αποπληκτικός, αποπληκτικό, από αποπληκτικό, αποπληκτική, αποπληξία
- celost στα ελληνικά - ολότητα, σύνολο, συνόλου, σύνολό, ολότητας
- diverze στα ελληνικά - παρεκτροπή, παρέκβαση, εκτροπή, εκτροπής, της εκτροπής, εκτροπής του, η εκτροπή
- mezivládí στα ελληνικά - μεσοβασιλεία, διάλειμμα, μεσοδιάστημα, μεσοβασιλείας, μεσοδιαστήματος
Τυχαίες λέξεις
Přirozený στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άνετος, ειλικρινής, εύκολος, πραγματικός, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού
Μεταφράσεις: άνετος, ειλικρινής, εύκολος, πραγματικός, φυσικός, φυσικό, φυσικών, φυσικά, φυσικού