Půjčit στα ελληνικά

Μετάφραση: půjčit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρόοδος, δανείζομαι, προβαίνω, δανεισμός, προχωρώ, δάνειο, προκαταβάλλω, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται
Půjčit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chápavý στα ελληνικά - ανήσυχος, πλήρης, περιεκτικός, κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, αντίληψη, ...
  • křovisko στα ελληνικά - θάμνος, Μπους, θάμνο, ο Μπους, του Μπους
  • legitimnost στα ελληνικά - νομιμότητα, νομιμότητας, νομιμοποίηση, νομιμοποίησης, νομιμότητά
  • nastat στα ελληνικά - έρχομαι, φθάνω, διαδραματίζω, συμβαίνω, φτάνω, έλα, έρθει, ...
Τυχαίες λέξεις
Půjčit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρόοδος, δανείζομαι, προβαίνω, δανεισμός, προχωρώ, δάνειο, προκαταβάλλω, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται